τηλεφωνείο(ν)

τηλεφωνείο(ν)
το телефонная станция

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "τηλεφωνείο(ν)" в других словарях:

  • τηλεφωνείο — το, Ν τηλεπ. θάλαμος ή κτήριο στο οποίο υπάρχει εγκατάσταση τηλεφώνου για δημόσια χρήση. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλέφωνο. Η λ., στον λόγιο τ. τηλεφωνεῖον, μαρτυρείται από το 1880 στον Δ. Σταματιάδη] …   Dictionary of Greek

  • τηλεφωνείο — το ειδικό κατάστημα όπου υπάρχει τηλεφωνική εγκατάσταση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»